νυμφαίος

νυμφαίος
-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) [Νύμφα]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», Ανθ. Παλ.)
2. (το ουδ. ως ο υ σ.) το νυμφαίο(ν)
ιερό τών Νυμφῶν, τόπος όπου λατρευόταν οι Νύμφες
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. κρήνη, βρύση, πηγή με αρχιτεκτονικό βάθος
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) τὰ Νυμφαῑα
εορτή προς τιμήν τών Νυμφών
3. φρ. α) «νυμφαία πτέρις»
i) το φυτό θηλυπτερίς*. ii) το φυτό δρυοπτερίς. β) «νυμφαία λιβάς». πηγαίο, καθαρό νερό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νυμφαῖος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖον — νυμφαῖος of masc acc sg νυμφαῖος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖα — νυμφαῖος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖαι — νυμφαῖος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαῖοι — νυμφαῖος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαία — νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc/acc dual νυμφαίᾱ , νυμφαία yellow water lily fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc/acc dual νυμφαί̱ᾱ , νυμφαῖος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίας — νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem acc pl νυμφαίᾱς , νυμφαία yellow water lily fem gen sg (attic doric aeolic) νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem acc pl νυμφαί̱ᾱς , νυμφαῖος of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαίων — νύμφαιον neut gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of fem gen pl νυμφαί̱ων , νυμφαῖος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νυμφαία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. * * * η (Α νυμφαία) γένος υδρόβιων διακοσμητικών φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια νυμφαιίδες αρχ. ως κύριο όν. η Νυμφαία η Αριάδνη …   Dictionary of Greek

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”